πολύκριθος

πολύκριθος
-ον, Α
(για τόπο) αυτός που έχει πολύ, άφθονο κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισό-κριθος, ομοιό-κριθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύκριθος — abounding in barley masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκριθον — πολύκριθος abounding in barley masc/fem acc sg πολύκριθος abounding in barley neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκρίθοιο — πολύκριθος abounding in barley masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκρίθου — πολύκριθος abounding in barley masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυκριθώ — έω, Μ [πολύκριθος] (για ζώο) τρέφομαι με πολύ κριθάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”